ελληνοαγγλικός

ελληνοαγγλικός
-ή, -ό
αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Άγγλους ή στην Ελλάδα και στην Αγγλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελληνοαγγλικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Άγγλους μαζί, ο ελληνικός και αγγλικός ταυτόχρονα, αγγλοελληνικός: Ελληνοαγγλικές σχέσεις. 2. φρ., «ελληνοαγγλικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στην αγγλική (σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”